- ἀνόσων
- ἄνοσοςwithout sicknessmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οροπροφύλαξη — η ιατρ. η προληπτική χορήγηση ειδικών άνοσων ορών σε άτομα εκτεθειμένα στον κίνδυνο λοιμώδους νοσήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. seroprophylaxie < λατ. serum «ορός» + προφύλαξη] … Dictionary of Greek